ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΚΙΝΗΣΗ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ
Ο νέος νόμος για τα Πανεπιστήμια ψηφίστηκε σε μια ιδιαίτερη συγκυρία συνολικών κοινωνικών και οικονομικών αναδιαρθρώσεων σε παγκόσμιο, πανευρωπαϊκό και πανελλαδικό επίπεδο και δεν είναι προφανώς άσχετος με αυτές. Από αυτή τη σκοπιά είναι μάταιο να προσπαθήσουμε να αποφανθούμε γι’ αυτόν θετικά ή αρνητικά ή/και να αντιδράσουμε (με οποιονδήποτε τρόπο ή τρόπους) στην ψήφισή του, αντιμετωπίζοντάς τον απλώς ως ένα «τεχνοκρατικό» κείμενο που ενσωματώνει και προωθεί (πολλές, αρκετές ή λίγες) «σωστές» ή «λανθασμένες» (επί μέρους) κατευθύνσεις για τη λειτουργία των Πανεπιστημίων. Στην πραγματικότητα ορθώς επισημαίνει η κ. Διαμαντοπούλου το (συνολικό) ρηξικέλευθο χαρακτήρα του νόμου: η εφαρμογή του σημαίνει πράγματι ολική ανατροπή του δημόσιου χαρακτήρα του Πανεπιστημίου, αλλά, κατά συνέπεια, και -πολύ περισσότερο- του συνόλου των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ Πανεπιστημίου και κοινωνίας, αλλά και στο εσωτερικό του Πανεπιστημίου, μεταξύ των μελών ΔΕΠ, των Διδασκόντων (όσων και με όποια μορφή απομείνουν), των μελών του διοικητικού προσωπικού, κ.ο.κ.
Όσον αφορά τις πρώτες, το Πανεπιστήμιο αποκόπτεται πλέον με ριζικό τρόπο από τον κοινωνικό του ρόλο, το ρόλο του εκ-παιδευτικού ιδρύματος, εστιάζοντας στην «παραγωγή» αποφοίτων με επαρκή ή σημαντική εξειδίκευση που θα είναι άμεσα αξιοποιήσιμοι στην «ανοιχτή» αγορά εργασίας: πρακτικά αυτό σημαίνει κατάργηση της παιδείας (με τη γενική έννοια του όρου) που διαμορφώνει μια κριτική κοσμοθεώρηση του ρόλου και των ορίων κάθε επιστήμης ή επιστημονικού πεδίου, και έμφαση στην απόκτηση απλών «τεχνικών» γνώσεων (με την ευρύτερη έννοια του όρου, που μπορεί άνετα να καλύψει ακόμη και το πεδίο των κοινωνικών ή των ανθρωπιστικών επιστημών), οι οποίες μπορούν να αξιοποιηθούν σε εφαρμοσμένα πλαίσια. Εξ’ ου και η «ελευθερία» διαμόρφωσης τριετών, τετραετών και πενταετών προγραμμάτων σπουδών (κατά βούληση των νεοπαγών Συμβουλίων, Πρυτάνεων, Κοσμητόρων), αλλά και η συναφής συσχέτιση ακόμη και με ΙΕΚ, των οποίων οι απόφοιτοι μπορούν πλέον να συνεχίσουν και σε πανεπιστημιακές σπουδές. Σ’ αυτό το πλαίσιο αναφοράς οι ανάγκες της κοινωνίας υποκαθίστανται από αυτές των ιδιωτικών φορέων: για παράδειγμα η καλή γνώση ενός προγράμματος επεξεργασίας ψηφιακού βίντεο υποκαθιστά μια ολιστική προσέγγιση του μοντάζ, η αξιοποίηση μιας τεχνικής για την επεξεργασία κάποιου τύπου αποβλήτων τη θεώρηση των σύγχρονων προβλημάτων που σχετίζονται με το περιβάλλον, η γνώση ενός εκπαιδευτικού προτύπου ή «ψηφιακής πατέντας» την έννοια της διδασκαλίας, η επεξεργασία μιας ομάδας αλγορίθμων τη φιλοσοφία των μαθηματικών, μια καλή έρευνα που παρουσιάζει τεκμηριωμένα πραγματολογικά δεδομένα για μια κοινωνική υπο-κατηγορία ή ομάδα τον επιστημονικό διάλογο που διαμορφώνει την έννοια της υπο-κατηγορίας ή ομάδας και το συσχετισμό της με άλλες αντίστοιχες υπο-κατηγορίες ή ομάδες, κ.ο.κ.
Ε, και; (θα απαντήσουν κάποιοι/πολλοί συνάδελφοι): όλα αυτά είναι πρακτικές που έχουμε ήδη υιοθετήσει, στο πλαίσιο της εμπλοκής μας σε (ελληνικά και ευρωπαϊκά) ερευνητικά προγράμματα, καθώς και της συνεργασίας μας με εταιρικούς φορείς. Δεν είναι ακριβώς έτσι: η διαφορά μπορεί να αντιστοιχηθεί με τη διάκριση μεταξύ του να δεχτείς ένα χαστούκι και του να σε «σπάσουν στο ξύλο». Η εστίαση σε εφαρμογές που μπορούν να αξιοποιηθούν στο πλαίσιο των αναγκών των «ιδιωτικών φορέων» δεν προδιαγράφεται αυτή τη φορά ως προαιρετική, αλλά ως αποκλειστική: δεν προσδιορίζει μόνο ένα ερευνητικό πεδίο, αλλά απομειώνει και κάθε θεωρητική αναζήτηση που σχετίζεται με αυτό. Κατά συνέπεια, αναιρεί τον ίδιο το ρόλο των πανεπιστημιακών δασκάλων ως «ταγών» και διαχειριστών της επιστημονικής γνώσης: στο εξής υποβαθμιζόμαστε στο επίπεδο των «εκτελεστών παραγγελιών», ή «διατεταγμένων υπηρεσιών», σε συνάρτηση με τις απαιτήσεις των «εταιρικών φορέων». Στο σημείο αυτό προκύπτει ένα δεύτερο σημαντικό ερώτημα, που συνδέεται (και) με μια διεθνή και παγκόσμια προβληματική: είναι ικανοί οι «εταιρικοί φορείς» να διατυπώσουν και διαμορφώσουν (από μια ηγεμονική πλέον σκοπιά) ερευνητικά ερωτήματα και προβληματικές που εξυπηρετούν (έστω) τις (αποκλειστικές) ανάγκες τους; Για να είμαστε ειλικρινείς, η απάντηση ( σε παγκόσμιο επίπεδο) παραμένει αμφίσημη: παρακολουθώντας το παράδειγμα των ΗΠΑ, όπου η συγκεκριμένη υποκατάσταση των «λειτουργικών απαιτήσεων» των πανεπιστημίων εξελίσσεται ακόμη, μπορούμε να διαπιστώσουμε τις αλλαγές που προκαλούνται στις πανεπιστημιακές δομές που συντηρήθηκαν επί δεκαετίες με κρατική (σε πείσμα της σύγχρονης σχετικής μυθολογίας περί της ιδιωτικής παρέμβασης) χρηματοδότηση: οι μεγαλύτεροι χρηματοδότες (που παρείχαν περίπου το 80% των σχετικών κονδυλίων) των ερευνητικών πανεπιστημιακών προγραμμάτων μέχρι (σχεδόν/τουλάχιστον) τη δεκαετία του 1980 ήταν οι κρατικοί ή οι ευρύτεροι θεσμικοί φορείς, όπως για παράδειγμα το Πεντάγωνο, η NASA ή το NATO, που χρηματοδότησαν μια σειρά από έρευνες, υποτροφίες ή διδακτορικές διατριβές, το περιεχόμενο των οποίων προσδιορίζονταν αποκλειστικά από τα πανεπιστήμια, αλλά τα αποτελέσματά τους κοινοποιούνταν και μπορούσαν να αξιοποιηθούν από τους παραπάνω οργανισμούς. Με την ανάδειξη και γιγάντωση του «ρόλου του ιδιωτικού παράγοντα» στη μεταγενέστερη εποχή, τα πανεπιστήμια των ΗΠΑ αναδιαμορφώνονται (σταδιακά, αλλά με γρήγορους ρυθμούς) στο επίπεδο των εργαστηριακών δομών και υποδομών, αλλά και των «ερευνητικών στόχων», με αποτελέσματα που δεν είναι δημοσιεύσιμα (για το φόβο των «ανταγωνιστών») και δεν μπορούν να κριθούν ασφαλώς, προς το παρόν. Το τελικό όμως ερώτημα που προκύπτει στα «καθ’ ημάς» είναι άλλο: ποιοι είναι οι «ιδιωτικοί φορείς» που ασκούν παραγωγικές δραστηριότητες τέτοιου εύρους ή (σε αντιδιαστολή) εξειδίκευσης, που μπορούν (ή επιθυμούν εν δυνάμει) να χρηματοδοτήσουν ερευνητικές δραστηριότητες των ελληνικών πανεπιστημίων και με ποιους όρους; Όποιοι γνωρίζουν την απάντηση σε αυτό το ερώτημα παρακαλούνται να ενημερώσουν και τους υπόλοιπους….
Όσον αφορά τις σχέσεις στο εσωτερικό των ελληνικών πανεπιστημιακών δομών, είναι προφανές ότι θα μετατραπούν επί τα χείρω υπό το κράτος ενός τελεσίδικου ανταγωνισμού χωρίς όρια, αλλά -το κυριότερο- χωρίς παραγωγική αναβάθμιση του κυρίως έργου των ακαδημαϊκών, που συνίσταται πρώτιστα στην παροχή γνώσεων σε μελλοντικούς επιστήμονες μέσω της διδασκαλίας: πουθενά στο νέο νόμο (ούτε άλλωστε στις παλιές διατάξεις που καθόριζαν «τα του οίκου μας») δεν αναφέρεται ρητά ως σημαντικός παράγοντας, τόσο της εκλογής, όσο και της εξέλιξης των μελών ΔΕΠ η αξιολόγηση της διδακτικής ικανότητας, ενώ οι (ουσιαστικές) σχέσεις με τους φοιτητές, τους διοικητικούς υπαλλήλους, και το υπόλοιπο προσωπικό δεν υπόκεινται σε καμία αξιολόγηση. Αυτό που (θα) «μετράει» (όπως ξέρουν ήδη όλοι) είναι τα papers και μάλιστα από μια ποσοτική σκοπιά, αφού ακόμη και στα εκλεκτορικά σπάνια εξετάζεται και αναλύεται συστηματικά το περιεχόμενό τους, αλλά αποτιμάται κυρίως ο αριθμός τους, οι ετεροαναφορές και το impact factor των περιοδικών στα οποία δημοσιεύονται. Με αυτές τις συνθήκες προωθείται μια «αυτιστική» επικέντρωση δημοσιεύσεων σε «main stream» πεδία και μια «ελλειμματική» κοινωνική συμπεριφορά: μια επιπρόσθετη/επικαθοριζόμενη «υποχρέωση» θα προσδιορίζει την καθημερινή μας πρακτική, ενώ για συνδικαλισμό ούτε λόγος (άλλωστε έχουμε φροντίσει να τον απαξιώσουμε εμείς οι ίδιοι, ανταποκρινόμενοι στις επιταγές των ΜΜΕ, αλλά και των «συνδικαλιστικών μας ηγετών», που υιοθετούν συστηματικά την «ξύλινη» γλώσσα που κυριάρχησε στην ελληνική πολιτική σκηνή, αλλά και ατελέσφορες και ανεδαφικές πρακτικές). Αυτό είναι λοιπόν το μέλλον; Μια μοναχική πορεία διάσωσης και διαφύλαξης της ατομικότητας με όραμα τη σύνταξη; Αν είναι αυτό, αξίζει να διερωτηθεί κανείς τι (πολιτικό, με την ευρύτερη έννοια του όρου) τέρας ανασταίνουμε…
Ε, και; (θα επισημάνουν και πάλι αρκετοί καλοί συνάδελφοι): όλα αυτά είναι πρακτικές στις οποίες έχουμε μάθει να ανταποκρινόμαστε και στο κάτω-κάτω θα βοηθήσουν μέσω των απανωτών αξιολογήσεων να ξεχωρίσει «η ήρα από το στάρι» και να απομείνουν στα πανεπιστήμια οι πιο άξιοι (χωρίς εισαγωγικά). Δεν είναι τόσο απλό: και πάλι υπάρχουν «κόκκοι άμμου» στη «μηχανή». Τόσο ο προσδιορισμός των «κέντρων αριστείας» (των οποίων το περιεχόμενο και οι προδιαγραφές παραμένουν αδιευκρίνιστα προς το παρόν), όσο και η ατομική «αξιολόγηση» περνούν μέσα από τις «μυλόπετρες» αυθαίρετων μονοπρόσωπων και πολυπρόσωπων οργάνων: κοσμήτορες που διορίζονται και δεν εκλέγονται (άρα δεν απολογούνται σε κανένα σώμα), πρυτάνεις που διορίζουν τους κοσμήτορες, αλλά υπόκεινται (οι ίδιοι) στην κρίση συμβουλίων με (υποχρεωτικά) εξωτερικό/εξωπανεπιστημιακό πρόεδρο, πρόεδροι τμημάτων που ονομάζονται «διευθυντές» και έχουν ως αποκλειστική αρμοδιότητα το συντονισμό προτάσεων προς τους παραπάνω για τη δημιουργία ή τη συντήρηση συγκεκριμένων προγραμμάτων σπουδών, τα οποία (φυσικά) μπορούν να καταργηθούν «εν μια νυκτί», αφήνοντας άνεργους τους εμπλεκόμενους στην υλοποίησή τους. Όλα τα παραπάνω δεν είναι εικασίες, αλλά πικρές διαπιστώσεις που έχουν ήδη υλοποιηθεί στα πανεπιστήμια της Μ. Βρετανίας: υπάρχουν άφθονα παραδείγματα τμημάτων που εξαλείφθηκαν με απλές αποφάσεις «ανώτερων οργάνων», χωρίς να (έχει) προηγηθεί καμία ακαδημαϊκή συζήτηση, μεταπτυχιακών που «ανοιγοκλείνουν» ανάλογα με τη ζήτηση, «ευέλικτων» σχέσεων εργασίας που δεν διασφαλίζουν κανένα δικαίωμα στους εργαζόμενους ακαδημαϊκούς, αλλά προσδιορίζουν πάμπολλες υποχρεώσεις. Υπεράνω όλων ίπταται η απειλή των (γενικών) αναδιαρθρώσεων: ο περίφημος «Καλλικράτης των Πανεπιστημίων» (τι θάλεγε και αυτός ο κακομοίρης αν μπορούσε να μάθει με τι ταυτίζεται συμβολικά το όνομά του). Παρ’ ότι φαίνεται ότι το Πανεπιστήμιο Αιγαίου διαφεύγει (μάλλον, ή τουλάχιστον προσωρινά) από τις «δαγκάνες» του, ουδείς μπορεί να προδιαγράψει το μέλλον, πολλώ μάλλον όταν αυτό επαφίεται στις διαθέσεις και στις επιλογές της ηγεσίας ενός Υπουργείου υποκείμενου σε έξωθεν ελέγχους που βασίζονται αποκλειστικά σε χρηματοοικονομικά κριτήρια (όπως έχει διακηρυχτεί δημόσια).
Συμπερασματικά: πάνω απ’ όλα απαιτείται ψυχραιμία. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε να μας επιβάλλουν «εξωτερικοί/εξωπανεπιστημιακοί» παράγοντες τους «όρους του παιχνιδιού», είτε αυτοί (αυτο ή ετερο)προσδιορίζονται ως ΜΜΕ, «κομματικές γραμμές», κ.ο.κ.. Το διακύβευμα είναι μεγάλο και σημαντικό: η δημόσια παιδεία στην Ελλάδα, καθώς και οι όροι που θα διασφαλίζουν την υλοποίησή της. Σ’ αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να (επανα)ενεργοποιήσουμε το μεταξύ μας διάλογο, καθώς και να ετοιμάσουμε τις τοποθετήσεις μας. Θα πρέπει να καταλάβουν όλοι ότι δεν υπάρχει περιθώριο φυγομαχίας (ή «ουδέτερης στάσης»): όλες οι προτάσεις είναι θεμιτές, αρκεί να διαμορφώνονται με συνείδηση της προοπτικής που προδιαγράφουν. Θα πρέπει επίσης να γίνει κοινή συνείδηση ότι δεν μπορούν πλέον να μας καθορίζουν οι «κομματικές γραμμές» και οι αντίστοιχες συμπεριφορές. Παλεύουμε για την επιβίωσή μας, όχι για την επιβολή μιας συγκεκριμένης «γραμμής». Σ’ αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε όλοι δύο ακόμη «δύσκολες», αλλά πραγματιστικές αλήθειες: Πρώτον, ότι οι δυνατότητες παρέμβασης σε ένα δημόσιο διάλογο της (παρούσης) «Συνόδου των Πρυτάνεων» εξαντλούνται γοργά (αν δεν έχουν φτάσει ήδη στα όριά τους) και δεύτερον, ότι δεν μπορούμε να «καλυφθούμε» εσαεί πίσω από τις κινητοποιήσεις των φοιτητών. Επομένως, επείγει η διαμόρφωση ενός «πλάνου/σχεδιάσματος» αντιδράσεων στο νέο νόμο, ή υποδοχής και ανταπόκρισης στις διατάξεις του. Δυστυχώς, θα πρέπει να «ξεβολευτούμε» ως ακαδημαϊκοί: αυτή τη φορά δεν υπάρχει «μέση λύση» που συμβιβάζει «τα ασυμβίβαστα».
Εμείς προτείνουμε: κατ’ αρχήν αποδοχή και συνοδοιπορία με τις αποφάσεις του Κ.Σ. του Σ.Δ.Ε.Π. Αιγαίου, τουλάχιστον όσον αφορά τις (αρχικές) κινητοποιήσεις που προτείνονται, ως μια πρώτη αντίδραση στο νέο νόμο. Από κει και πέρα, επιμένουμε να δοθεί χρόνος (αλλά και κόπος) στο συνδικαλιστικό διάλογο με τη συμμετοχή -όσο το δυνατόν- μεγαλύτερου μέρους των μελών ΔΕΠ, των Διδασκόντων, αλλά και των άλλων κατηγοριών εργαζομένων στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ώστε να διαμορφωθεί τελικά μια κοινή πλατφόρμα θέσεων. Δεν παραγνωρίζουμε τη δυσκολία του εγχειρήματος, αλλά δεν διαβλέπουμε και καμία άλλη προοπτική: ή θα το κάνουμε ή θα «πεθάνουμε». Κατά συνέπεια, καλούμε σε μαζική συμμετοχή στις συνελεύσεις και σε κατάθεση απόψεων. Επαναλαμβάνουμε: δεν υπάρχει περιθώριο για υπεκφυγές και «μασκαράτες». Όσοι/ες αντιτίθενται στο νέο νόμο ας αναλάβουν τις ευθύνες τους για τις δράσεις που προτείνουν για την αντιμετώπιση και την κατάργησή του. Όσοι/ες τον αποδέχονται ας αναλάβουν επίσης την ευθύνη της διαμόρφωσης προτάσεων, χωρίς υπεκφυγές που εστιάζουν σε «νομικίστικα» προσχήματα, τα οποία γνωρίζουμε -εκ των προτέρων- ότι δεν πρόκειται να αποτελέσουν ικανοποιητικά αναχώματα στην εφαρμογή του νέου νόμου. Και οι μεν και οι δε θα πρέπει να λάβουν υπ’ όψη τους τις ιδιαιτερότητες ενός περιφερειακού πανεπιστημίου, που υλοποιεί προγράμματα σπουδών υψηλού εκπαιδευτικού επιπέδου (και αυτό αφορά όλα ανεξαιρέτως τα τμήματα), χωρίς (ιδιαίτερη) ανταπόκριση από την πλειοψηφία (προπτυχιακών και μεταπτυχιακών) εκπαιδευομένων. Με αυτούς τους όρους ας πορευτούμε προς την υλοποίηση των (όποιων) αποφάσεων.
Ο νέος νόμος για τα Πανεπιστήμια ψηφίστηκε σε μια ιδιαίτερη συγκυρία συνολικών κοινωνικών και οικονομικών αναδιαρθρώσεων σε παγκόσμιο, πανευρωπαϊκό και πανελλαδικό επίπεδο και δεν είναι προφανώς άσχετος με αυτές. Από αυτή τη σκοπιά είναι μάταιο να προσπαθήσουμε να αποφανθούμε γι’ αυτόν θετικά ή αρνητικά ή/και να αντιδράσουμε (με οποιονδήποτε τρόπο ή τρόπους) στην ψήφισή του, αντιμετωπίζοντάς τον απλώς ως ένα «τεχνοκρατικό» κείμενο που ενσωματώνει και προωθεί (πολλές, αρκετές ή λίγες) «σωστές» ή «λανθασμένες» (επί μέρους) κατευθύνσεις για τη λειτουργία των Πανεπιστημίων. Στην πραγματικότητα ορθώς επισημαίνει η κ. Διαμαντοπούλου το (συνολικό) ρηξικέλευθο χαρακτήρα του νόμου: η εφαρμογή του σημαίνει πράγματι ολική ανατροπή του δημόσιου χαρακτήρα του Πανεπιστημίου, αλλά, κατά συνέπεια, και -πολύ περισσότερο- του συνόλου των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ Πανεπιστημίου και κοινωνίας, αλλά και στο εσωτερικό του Πανεπιστημίου, μεταξύ των μελών ΔΕΠ, των Διδασκόντων (όσων και με όποια μορφή απομείνουν), των μελών του διοικητικού προσωπικού, κ.ο.κ.
Όσον αφορά τις πρώτες, το Πανεπιστήμιο αποκόπτεται πλέον με ριζικό τρόπο από τον κοινωνικό του ρόλο, το ρόλο του εκ-παιδευτικού ιδρύματος, εστιάζοντας στην «παραγωγή» αποφοίτων με επαρκή ή σημαντική εξειδίκευση που θα είναι άμεσα αξιοποιήσιμοι στην «ανοιχτή» αγορά εργασίας: πρακτικά αυτό σημαίνει κατάργηση της παιδείας (με τη γενική έννοια του όρου) που διαμορφώνει μια κριτική κοσμοθεώρηση του ρόλου και των ορίων κάθε επιστήμης ή επιστημονικού πεδίου, και έμφαση στην απόκτηση απλών «τεχνικών» γνώσεων (με την ευρύτερη έννοια του όρου, που μπορεί άνετα να καλύψει ακόμη και το πεδίο των κοινωνικών ή των ανθρωπιστικών επιστημών), οι οποίες μπορούν να αξιοποιηθούν σε εφαρμοσμένα πλαίσια. Εξ’ ου και η «ελευθερία» διαμόρφωσης τριετών, τετραετών και πενταετών προγραμμάτων σπουδών (κατά βούληση των νεοπαγών Συμβουλίων, Πρυτάνεων, Κοσμητόρων), αλλά και η συναφής συσχέτιση ακόμη και με ΙΕΚ, των οποίων οι απόφοιτοι μπορούν πλέον να συνεχίσουν και σε πανεπιστημιακές σπουδές. Σ’ αυτό το πλαίσιο αναφοράς οι ανάγκες της κοινωνίας υποκαθίστανται από αυτές των ιδιωτικών φορέων: για παράδειγμα η καλή γνώση ενός προγράμματος επεξεργασίας ψηφιακού βίντεο υποκαθιστά μια ολιστική προσέγγιση του μοντάζ, η αξιοποίηση μιας τεχνικής για την επεξεργασία κάποιου τύπου αποβλήτων τη θεώρηση των σύγχρονων προβλημάτων που σχετίζονται με το περιβάλλον, η γνώση ενός εκπαιδευτικού προτύπου ή «ψηφιακής πατέντας» την έννοια της διδασκαλίας, η επεξεργασία μιας ομάδας αλγορίθμων τη φιλοσοφία των μαθηματικών, μια καλή έρευνα που παρουσιάζει τεκμηριωμένα πραγματολογικά δεδομένα για μια κοινωνική υπο-κατηγορία ή ομάδα τον επιστημονικό διάλογο που διαμορφώνει την έννοια της υπο-κατηγορίας ή ομάδας και το συσχετισμό της με άλλες αντίστοιχες υπο-κατηγορίες ή ομάδες, κ.ο.κ.
Ε, και; (θα απαντήσουν κάποιοι/πολλοί συνάδελφοι): όλα αυτά είναι πρακτικές που έχουμε ήδη υιοθετήσει, στο πλαίσιο της εμπλοκής μας σε (ελληνικά και ευρωπαϊκά) ερευνητικά προγράμματα, καθώς και της συνεργασίας μας με εταιρικούς φορείς. Δεν είναι ακριβώς έτσι: η διαφορά μπορεί να αντιστοιχηθεί με τη διάκριση μεταξύ του να δεχτείς ένα χαστούκι και του να σε «σπάσουν στο ξύλο». Η εστίαση σε εφαρμογές που μπορούν να αξιοποιηθούν στο πλαίσιο των αναγκών των «ιδιωτικών φορέων» δεν προδιαγράφεται αυτή τη φορά ως προαιρετική, αλλά ως αποκλειστική: δεν προσδιορίζει μόνο ένα ερευνητικό πεδίο, αλλά απομειώνει και κάθε θεωρητική αναζήτηση που σχετίζεται με αυτό. Κατά συνέπεια, αναιρεί τον ίδιο το ρόλο των πανεπιστημιακών δασκάλων ως «ταγών» και διαχειριστών της επιστημονικής γνώσης: στο εξής υποβαθμιζόμαστε στο επίπεδο των «εκτελεστών παραγγελιών», ή «διατεταγμένων υπηρεσιών», σε συνάρτηση με τις απαιτήσεις των «εταιρικών φορέων». Στο σημείο αυτό προκύπτει ένα δεύτερο σημαντικό ερώτημα, που συνδέεται (και) με μια διεθνή και παγκόσμια προβληματική: είναι ικανοί οι «εταιρικοί φορείς» να διατυπώσουν και διαμορφώσουν (από μια ηγεμονική πλέον σκοπιά) ερευνητικά ερωτήματα και προβληματικές που εξυπηρετούν (έστω) τις (αποκλειστικές) ανάγκες τους; Για να είμαστε ειλικρινείς, η απάντηση ( σε παγκόσμιο επίπεδο) παραμένει αμφίσημη: παρακολουθώντας το παράδειγμα των ΗΠΑ, όπου η συγκεκριμένη υποκατάσταση των «λειτουργικών απαιτήσεων» των πανεπιστημίων εξελίσσεται ακόμη, μπορούμε να διαπιστώσουμε τις αλλαγές που προκαλούνται στις πανεπιστημιακές δομές που συντηρήθηκαν επί δεκαετίες με κρατική (σε πείσμα της σύγχρονης σχετικής μυθολογίας περί της ιδιωτικής παρέμβασης) χρηματοδότηση: οι μεγαλύτεροι χρηματοδότες (που παρείχαν περίπου το 80% των σχετικών κονδυλίων) των ερευνητικών πανεπιστημιακών προγραμμάτων μέχρι (σχεδόν/τουλάχιστον) τη δεκαετία του 1980 ήταν οι κρατικοί ή οι ευρύτεροι θεσμικοί φορείς, όπως για παράδειγμα το Πεντάγωνο, η NASA ή το NATO, που χρηματοδότησαν μια σειρά από έρευνες, υποτροφίες ή διδακτορικές διατριβές, το περιεχόμενο των οποίων προσδιορίζονταν αποκλειστικά από τα πανεπιστήμια, αλλά τα αποτελέσματά τους κοινοποιούνταν και μπορούσαν να αξιοποιηθούν από τους παραπάνω οργανισμούς. Με την ανάδειξη και γιγάντωση του «ρόλου του ιδιωτικού παράγοντα» στη μεταγενέστερη εποχή, τα πανεπιστήμια των ΗΠΑ αναδιαμορφώνονται (σταδιακά, αλλά με γρήγορους ρυθμούς) στο επίπεδο των εργαστηριακών δομών και υποδομών, αλλά και των «ερευνητικών στόχων», με αποτελέσματα που δεν είναι δημοσιεύσιμα (για το φόβο των «ανταγωνιστών») και δεν μπορούν να κριθούν ασφαλώς, προς το παρόν. Το τελικό όμως ερώτημα που προκύπτει στα «καθ’ ημάς» είναι άλλο: ποιοι είναι οι «ιδιωτικοί φορείς» που ασκούν παραγωγικές δραστηριότητες τέτοιου εύρους ή (σε αντιδιαστολή) εξειδίκευσης, που μπορούν (ή επιθυμούν εν δυνάμει) να χρηματοδοτήσουν ερευνητικές δραστηριότητες των ελληνικών πανεπιστημίων και με ποιους όρους; Όποιοι γνωρίζουν την απάντηση σε αυτό το ερώτημα παρακαλούνται να ενημερώσουν και τους υπόλοιπους….
Όσον αφορά τις σχέσεις στο εσωτερικό των ελληνικών πανεπιστημιακών δομών, είναι προφανές ότι θα μετατραπούν επί τα χείρω υπό το κράτος ενός τελεσίδικου ανταγωνισμού χωρίς όρια, αλλά -το κυριότερο- χωρίς παραγωγική αναβάθμιση του κυρίως έργου των ακαδημαϊκών, που συνίσταται πρώτιστα στην παροχή γνώσεων σε μελλοντικούς επιστήμονες μέσω της διδασκαλίας: πουθενά στο νέο νόμο (ούτε άλλωστε στις παλιές διατάξεις που καθόριζαν «τα του οίκου μας») δεν αναφέρεται ρητά ως σημαντικός παράγοντας, τόσο της εκλογής, όσο και της εξέλιξης των μελών ΔΕΠ η αξιολόγηση της διδακτικής ικανότητας, ενώ οι (ουσιαστικές) σχέσεις με τους φοιτητές, τους διοικητικούς υπαλλήλους, και το υπόλοιπο προσωπικό δεν υπόκεινται σε καμία αξιολόγηση. Αυτό που (θα) «μετράει» (όπως ξέρουν ήδη όλοι) είναι τα papers και μάλιστα από μια ποσοτική σκοπιά, αφού ακόμη και στα εκλεκτορικά σπάνια εξετάζεται και αναλύεται συστηματικά το περιεχόμενό τους, αλλά αποτιμάται κυρίως ο αριθμός τους, οι ετεροαναφορές και το impact factor των περιοδικών στα οποία δημοσιεύονται. Με αυτές τις συνθήκες προωθείται μια «αυτιστική» επικέντρωση δημοσιεύσεων σε «main stream» πεδία και μια «ελλειμματική» κοινωνική συμπεριφορά: μια επιπρόσθετη/επικαθοριζόμενη «υποχρέωση» θα προσδιορίζει την καθημερινή μας πρακτική, ενώ για συνδικαλισμό ούτε λόγος (άλλωστε έχουμε φροντίσει να τον απαξιώσουμε εμείς οι ίδιοι, ανταποκρινόμενοι στις επιταγές των ΜΜΕ, αλλά και των «συνδικαλιστικών μας ηγετών», που υιοθετούν συστηματικά την «ξύλινη» γλώσσα που κυριάρχησε στην ελληνική πολιτική σκηνή, αλλά και ατελέσφορες και ανεδαφικές πρακτικές). Αυτό είναι λοιπόν το μέλλον; Μια μοναχική πορεία διάσωσης και διαφύλαξης της ατομικότητας με όραμα τη σύνταξη; Αν είναι αυτό, αξίζει να διερωτηθεί κανείς τι (πολιτικό, με την ευρύτερη έννοια του όρου) τέρας ανασταίνουμε…
Ε, και; (θα επισημάνουν και πάλι αρκετοί καλοί συνάδελφοι): όλα αυτά είναι πρακτικές στις οποίες έχουμε μάθει να ανταποκρινόμαστε και στο κάτω-κάτω θα βοηθήσουν μέσω των απανωτών αξιολογήσεων να ξεχωρίσει «η ήρα από το στάρι» και να απομείνουν στα πανεπιστήμια οι πιο άξιοι (χωρίς εισαγωγικά). Δεν είναι τόσο απλό: και πάλι υπάρχουν «κόκκοι άμμου» στη «μηχανή». Τόσο ο προσδιορισμός των «κέντρων αριστείας» (των οποίων το περιεχόμενο και οι προδιαγραφές παραμένουν αδιευκρίνιστα προς το παρόν), όσο και η ατομική «αξιολόγηση» περνούν μέσα από τις «μυλόπετρες» αυθαίρετων μονοπρόσωπων και πολυπρόσωπων οργάνων: κοσμήτορες που διορίζονται και δεν εκλέγονται (άρα δεν απολογούνται σε κανένα σώμα), πρυτάνεις που διορίζουν τους κοσμήτορες, αλλά υπόκεινται (οι ίδιοι) στην κρίση συμβουλίων με (υποχρεωτικά) εξωτερικό/εξωπανεπιστημιακό πρόεδρο, πρόεδροι τμημάτων που ονομάζονται «διευθυντές» και έχουν ως αποκλειστική αρμοδιότητα το συντονισμό προτάσεων προς τους παραπάνω για τη δημιουργία ή τη συντήρηση συγκεκριμένων προγραμμάτων σπουδών, τα οποία (φυσικά) μπορούν να καταργηθούν «εν μια νυκτί», αφήνοντας άνεργους τους εμπλεκόμενους στην υλοποίησή τους. Όλα τα παραπάνω δεν είναι εικασίες, αλλά πικρές διαπιστώσεις που έχουν ήδη υλοποιηθεί στα πανεπιστήμια της Μ. Βρετανίας: υπάρχουν άφθονα παραδείγματα τμημάτων που εξαλείφθηκαν με απλές αποφάσεις «ανώτερων οργάνων», χωρίς να (έχει) προηγηθεί καμία ακαδημαϊκή συζήτηση, μεταπτυχιακών που «ανοιγοκλείνουν» ανάλογα με τη ζήτηση, «ευέλικτων» σχέσεων εργασίας που δεν διασφαλίζουν κανένα δικαίωμα στους εργαζόμενους ακαδημαϊκούς, αλλά προσδιορίζουν πάμπολλες υποχρεώσεις. Υπεράνω όλων ίπταται η απειλή των (γενικών) αναδιαρθρώσεων: ο περίφημος «Καλλικράτης των Πανεπιστημίων» (τι θάλεγε και αυτός ο κακομοίρης αν μπορούσε να μάθει με τι ταυτίζεται συμβολικά το όνομά του). Παρ’ ότι φαίνεται ότι το Πανεπιστήμιο Αιγαίου διαφεύγει (μάλλον, ή τουλάχιστον προσωρινά) από τις «δαγκάνες» του, ουδείς μπορεί να προδιαγράψει το μέλλον, πολλώ μάλλον όταν αυτό επαφίεται στις διαθέσεις και στις επιλογές της ηγεσίας ενός Υπουργείου υποκείμενου σε έξωθεν ελέγχους που βασίζονται αποκλειστικά σε χρηματοοικονομικά κριτήρια (όπως έχει διακηρυχτεί δημόσια).
Συμπερασματικά: πάνω απ’ όλα απαιτείται ψυχραιμία. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε να μας επιβάλλουν «εξωτερικοί/εξωπανεπιστημιακοί» παράγοντες τους «όρους του παιχνιδιού», είτε αυτοί (αυτο ή ετερο)προσδιορίζονται ως ΜΜΕ, «κομματικές γραμμές», κ.ο.κ.. Το διακύβευμα είναι μεγάλο και σημαντικό: η δημόσια παιδεία στην Ελλάδα, καθώς και οι όροι που θα διασφαλίζουν την υλοποίησή της. Σ’ αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να (επανα)ενεργοποιήσουμε το μεταξύ μας διάλογο, καθώς και να ετοιμάσουμε τις τοποθετήσεις μας. Θα πρέπει να καταλάβουν όλοι ότι δεν υπάρχει περιθώριο φυγομαχίας (ή «ουδέτερης στάσης»): όλες οι προτάσεις είναι θεμιτές, αρκεί να διαμορφώνονται με συνείδηση της προοπτικής που προδιαγράφουν. Θα πρέπει επίσης να γίνει κοινή συνείδηση ότι δεν μπορούν πλέον να μας καθορίζουν οι «κομματικές γραμμές» και οι αντίστοιχες συμπεριφορές. Παλεύουμε για την επιβίωσή μας, όχι για την επιβολή μιας συγκεκριμένης «γραμμής». Σ’ αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε όλοι δύο ακόμη «δύσκολες», αλλά πραγματιστικές αλήθειες: Πρώτον, ότι οι δυνατότητες παρέμβασης σε ένα δημόσιο διάλογο της (παρούσης) «Συνόδου των Πρυτάνεων» εξαντλούνται γοργά (αν δεν έχουν φτάσει ήδη στα όριά τους) και δεύτερον, ότι δεν μπορούμε να «καλυφθούμε» εσαεί πίσω από τις κινητοποιήσεις των φοιτητών. Επομένως, επείγει η διαμόρφωση ενός «πλάνου/σχεδιάσματος» αντιδράσεων στο νέο νόμο, ή υποδοχής και ανταπόκρισης στις διατάξεις του. Δυστυχώς, θα πρέπει να «ξεβολευτούμε» ως ακαδημαϊκοί: αυτή τη φορά δεν υπάρχει «μέση λύση» που συμβιβάζει «τα ασυμβίβαστα».
Εμείς προτείνουμε: κατ’ αρχήν αποδοχή και συνοδοιπορία με τις αποφάσεις του Κ.Σ. του Σ.Δ.Ε.Π. Αιγαίου, τουλάχιστον όσον αφορά τις (αρχικές) κινητοποιήσεις που προτείνονται, ως μια πρώτη αντίδραση στο νέο νόμο. Από κει και πέρα, επιμένουμε να δοθεί χρόνος (αλλά και κόπος) στο συνδικαλιστικό διάλογο με τη συμμετοχή -όσο το δυνατόν- μεγαλύτερου μέρους των μελών ΔΕΠ, των Διδασκόντων, αλλά και των άλλων κατηγοριών εργαζομένων στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ώστε να διαμορφωθεί τελικά μια κοινή πλατφόρμα θέσεων. Δεν παραγνωρίζουμε τη δυσκολία του εγχειρήματος, αλλά δεν διαβλέπουμε και καμία άλλη προοπτική: ή θα το κάνουμε ή θα «πεθάνουμε». Κατά συνέπεια, καλούμε σε μαζική συμμετοχή στις συνελεύσεις και σε κατάθεση απόψεων. Επαναλαμβάνουμε: δεν υπάρχει περιθώριο για υπεκφυγές και «μασκαράτες». Όσοι/ες αντιτίθενται στο νέο νόμο ας αναλάβουν τις ευθύνες τους για τις δράσεις που προτείνουν για την αντιμετώπιση και την κατάργησή του. Όσοι/ες τον αποδέχονται ας αναλάβουν επίσης την ευθύνη της διαμόρφωσης προτάσεων, χωρίς υπεκφυγές που εστιάζουν σε «νομικίστικα» προσχήματα, τα οποία γνωρίζουμε -εκ των προτέρων- ότι δεν πρόκειται να αποτελέσουν ικανοποιητικά αναχώματα στην εφαρμογή του νέου νόμου. Και οι μεν και οι δε θα πρέπει να λάβουν υπ’ όψη τους τις ιδιαιτερότητες ενός περιφερειακού πανεπιστημίου, που υλοποιεί προγράμματα σπουδών υψηλού εκπαιδευτικού επιπέδου (και αυτό αφορά όλα ανεξαιρέτως τα τμήματα), χωρίς (ιδιαίτερη) ανταπόκριση από την πλειοψηφία (προπτυχιακών και μεταπτυχιακών) εκπαιδευομένων. Με αυτούς τους όρους ας πορευτούμε προς την υλοποίηση των (όποιων) αποφάσεων.
Πηγή: e-mail το οποίο απεστάλη στο Aegean Faculty του Πανεπιστημίου Αιγαίου, ημερομηνία 16/9/2011




0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου